Πώς μπορεί κάτι ολοκληρωμένο να είναι αυτό που λείπει για να ολοκληρώσει κάτι ανολοκλήρωτο;
Βέβαια, μέσα από την ερώτηση αυτή προκύπτουν νέες, όπως: Τι είναι και πώς χαρακτηρίζεται κάτι ως ολοκληρωμένο και κάτι ως ανολοκλήρωτο τώρα, ειδικά, στην εποχή που διανύουμε, κατά την οποία είναι όλα, εν δυνάμει, τόσο ολοκληρωμένα, όσο και ανολοκλήρωτα, εξαρτώμενο πάντα από την πλευρά του εκάστοτε παρατηρητή που αποδίδει τον χαρακτηρισμό στο οτιδήποτε, το οποίο, για οποιονδήποτε λόγο, εξετάζεται;
(Ίσως (για την ώρα, τουλάχιστον) να θεωρήσει κάποιος πως είμαι κάπως φιλοσοφικά ανενημέρωτος, μα δεν είναι αυτή η ουσία του προβληματισμού μου, ούτε η εξωτερίκευση του μια προσπάθεια στοχασμού στην πραγματική βάση και φύση των εννοιών. Πρόκειται, απλά, για εσωτερικό μονόλογο, σκέψεις δικές μου, βασισμένες σε παρατήρηση αυτών με τα οποία έχω έρθει σε επαφή και μπορώ να συμπεριλάβω στις σκέψεις μου αυτές, που εξωτερικεύω και τοποθετώ απέναντί μου σε μορφή γραπτού λόγου, βασικά για να τις κατανοήσω καλύτερα εγώ, ο ίδιος, δίνοντάς τους μορφή.)
Πώς, λοιπόν, θεωρεί κανείς ότι κάτι είναι ολοκληρωμένο, ότι κάτι έχει φτάσει στην τελική του μορφή, ότι κάτι δεν χρειάζεται, πλέον, κάτι άλλο για να θεωρηθεί πλήρες; Και γιατί, συχνά, κάτι που για κάποιον είναι ατελές, για κάποιον άλλον είναι τέλειο;
Διατυπώνω, συνεχώς, ερωτήσεις, αλλά δεν φαίνεται να βρίσκω την απάντηση.
Λογικά έχει να κάνει με το πλαίσιο στο οποίο τοποθετεί κανείς κάτι.
Αν ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης ενός ανολοκλήρωτου πράγματος είναι το να είναι, ακριβώς, ανολοκλήρωτο, τότε ήδη βρίσκεται στη συνθήκη και κατάσταση κατά την οποία είναι ολοκληρωμένο. Αντίστοιχα, κάτι ολοκληρωμένο το οποίο υπάρχει για να συμπληρώσει κάτι που χωρίς αυτό είναι ανολοκλήρωτο, ενώ από μόνο του δεν έχει κάποια ουσιαστική χρήση ή αξία, αυτό το καθιστά ανολοκλήρωτο, καθώς, για να το κρίνουμε, να το αναγνωρίσουμε και να το τοποθετήσουμε στο πλαίσιο στο οποίο έχει όντως μια σημασία, δεν μπορούμε παρά να το δούμε σε σχέση με κάτι άλλο και, κατά συνέπεια, ως μέρος από κάτι άλλο. Στην περίπτωση, όμως, που αυτό το κάτι δεν είναι μονοδιάστατο και μπορεί να ιδωθεί με πάνω από έναν τρόπους, τότε πάντοτε, αυτό που από τη φύση του είναι ανολοκλήρωτο, θα παραμένει τέτοιο (σχεδόν) σε ό,τι πλαίσιο κι αν τοποθετηθεί. Αντίθετα, κάτι από τη φύση του ολοκληρωμένο, ένα όλον, ακόμα και αν ιδωθεί ως μέρος ενός άλλου όλον, παραμένει όλον και έχει από μόνο του μία σημασία, θα θεωρείται, συνεπώς, ολοκληρωμένο (σχεδόν) ανεξαρτήτως πλαισίου.
Και εκεί νομίζω πως έγκειται, εν τέλει, η διαφορά: στην ανεξαρτησία.
Όταν μιλάμε για δύο ανολοκλήρωτα κάτι, τα οποία εξαρτώνται το ένα από το άλλο, είναι σαφές πως απόλυτη προϋπόθεση για την διατήρηση της ύπαρξης και της σημασίας του καθενός ξεχωριστά είναι η συνύπαρξη, κάτι το οποίο δεν ισχύει επ' ουδενί στην περίπτωση που ένα εξ αυτών είναι ή μπορεί, σε άλλο πλαίσιο, να θεωρηθεί ολοκληρωμένο. Τότε η συνύπαρξη δεν θεωρείται προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη (ή τη σημασία) του ενός από τα δύο στοιχεία, συνεπώς, αν προκύψει, θα αποτελεί απλά μία επιλογή αυτού.
Η ρευστότητα στις ανθρώπινες σχέσεις (καθώς περί αυτού πρόκειται) είναι κάτι αναπόφευκτο γιατί, σαφώς, οι άνθρωποι δεν είναι μονοδιάστατα αντικείμενα που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ολοκληρωμένα ή ανολοκλήρωτα. Αν, ωστόσο, τεθεί το κατάλληλο πλαίσιο, σε κάποιον τομέα, και μπορέσει με αυτόν τον τρόπο να προκύψει ένας τέτοιος χαρακτηρισμός και στην περίπτωση που σε μία συνύπαρξη δύο ανθρώπων, αυτοί χαρακτηρίζονται (στο κατάλληλο πλαίσιο, σε κάποιον τομέα) ο ένας ως κάτι ανολοκλήρωτο, που απαιτεί την συνύπαρξη με τον άλλον για να συνεχίσει να υπάρχει, ενώ ο άλλος [χαρακτηρίζεται] ως κάτι ολοκληρωμένο που απλά επιλέγει γι' αυτή τη χρονική στιγμή, σε αυτό το πλαίσιο, με αυτόν τον τρόπο, να συνυπάρξει με τον πρώτο, τότε η ρευστότητα αυτή είναι τρομακτική και η ισορροπία λεπτότατη.