(σκέψεις από την απομόνωση)
Μπεγουλάκι (αποφάσισα να μη γράψω την άξουαλ διεύθυνση, μα διατηρώ την φόρμα για αφηγηματικούς λόγους), στο υπόγειο.
Είναι, κάπως, αστείο να σκεφτεί κανείς το τι σημαίνει για μένα αυτό και το τι σημαίνει για κάποιους άλλους. Κάποιους άλλους που μπορεί να πέρασαν περισσότερο χρόνο εκεί, κάποιους άλλους που μπορεί να δημιούργησαν εκεί περισσότερες, καλύτερες, δυνατότερες εμπειρίες. Κάποιους άλλους που, ακολουθώντας τη φυσική ροή των πραγμάτων, ήρθαν μετά από εμένα, πήραν κάτι σημαντικό και το έκαναν δικό τους.
Μου λείπει η όλη φάση. Μου λείπουν τα άτομα και μου λείπει το τι κάναμε και πως γίναμε παράλληλα αυτοί που γίναμε (ο καθένας κάτι διαφορετικό). Ακούω τις ηχογραφήσεις που ανέβηκαν, από το 2012 (ούτε καν τόσο παλιά, μα είναι 8 χρόνια από το γυμνάσιο στο πανεπιστήμιο, ίσως τα πιο περίπλοκα και υπεργεμάτα χρόνια στη ζωή μου ως τώρα, η πορεία από το παιδί, στον έφηβο, στον νεαρό ενήλικα), και σκέφτομαι αυτά τα απογεύματα ή πρωινά (όχι νύχτες, γυμνάσιο, γαρ, υπήρχε χρονικό όριο για να γυρίσω σπίτι) που καθόμασταν και παίζαμε ΜΑΛΑΚΊΕΣ, ένα μάτσο παιδιά, όχι καλύτερα μουσικά από κάθε άλλο παιδί, μαζεμένα σε ένα υπόγειο να γρατζουνάν κιθάρες και να τραγουδάνε παράφωνα cringy (ελληνιστί) στίχους, κάτω από εκτυπωμένες σε Α4 αφίσες του Hendrix, των Doors, των Dire Straits, των Zeppelin κ.α.
Αλλά αυτή ήταν η φάση και αν αυτη η φαση συνεχιζε και οργανικα εξελισσοταν, αν αυτη η φαση δεν αλλαζε λογω αντικειμενικων συνθηκων, αν αυτη η φαση ηταν η φαση μας τωρα, εμεις θα ημασταν αλλοι. Και (οτι κι αν λεω) τρεμω στην ιδεα του να ημουν αλλος. Εγινα και γινομαι, θα γινομαι παντα, μα το τι εγινα θα αλλαζε, αμα αυτο που σε στιγμες νοσταλγιας λαχταρω συνεβαινε, αναποφευκτα, λοιπον, θα αλλαζε και το τι γινομαι. Και, ισως, κυριοτερα απο ολα, με ποιους γινομαι τι. Ποιοι ειναι οι ανθρωποι που εζησα και με εζησαν, που επηρεασα και με επηρεασαν, και τι θα γινονταν, που θα βρισκοταν και τι θα εκαναν οι ανθρωποι αυτοι και τι θα εκανα εγω, τι θα εκανα εγω, τι θα εκανα εγω χωρις αυτους.
Δεν ειναι προβληματικη αυτη η σκεψη?
Πως, αν τα πραγματα που σου λειπουν επιστρεψουν απο το τοτε στο τωρα, τοτε τα πραγματα του τωρα, θα σου λειπουν, καθως θα μεταφερθουν αυτα στο τοτε ή στο ποτέ.
Και με κανει να αναρωτιεμαι, τελικα, αν θα μπορεσω να ειμαι ποτε ευχαριστημενος, αν θα φτασω ποτε στο σημειο να μη λειπει τιποτα, το πισω να ειναι πισω, το μπροστα [να ειναι] μπροστα, το τωρα [να ειναι] τωρα και να μη μου λειπει, να μη θελω και να μη σκεφτομαι, για μια φορα στη ζωη μου, τοσο πολυ τα παντα.
Ισως να αποσπαστηκα ελαφρως, μα η ουσια δεν αλλαζει.
Ας μη γελιομαστε, στην πραγματικοτητα δε θα αλλαζα το τωρα μου, με αυτο που υποθετω πως το τωρα μου θα ηταν αν ορισμενα πραγματα δεν αλλαζαν, οπως αλλαξαν. Αλλα ειναι σαφες πως αυτα τα πραγματα που αλλαξαν και εφυγαν και χαθηκαν και εσβησαν ή ατονησαν, λειπουν. Και, ισως, να ολοκληρωναν το τωρα μου, αν μπορουσαν να σταθουν απεναντι και να υποσχεθουν πως δεν θα το αλλαξουν. Μα οφθαλμος αντι οφθαλμου, εν άι φορ εν άι, (ο)έλ πουρ (ο)έλ, άουγκε ουμ άουγκε κτλ. Για ολα υπαρχει ενα τιμημα, δυστυχως ή ευτυχως, και ειναι αληθεια πως δυσκολα επιτυγχανονται καταστασεις που συμπεριλαμβανουν χορτατους σκυλους ΚΑΙ ολοκληρες πιτες.
Η ολη ουσια, θεωρω, βρισκεται στο ποιες ειναι οι θυσιες και οι υποχωρησεις που εισαι διατεθειμενος να κανεις ή για ποιες θυσιες και υποχωρησεις θα διαμαρτυρηθεις λιγοτερο. Ολα ερχονται με ενα τιμημα, και, ακομα και σε αυτα που την επιλογη δεν εχεις, ειναι σημαντικο να ξερεις πως, αν την ειχες, θα επελεγες και τι. Ετσι ειναι, οπως μου φαινεται, με το χρονο. Δεν μπορεις να ξερεις, μα παντα σκεφτεσαι και υποθετεις.
Δεν ξερω.
Μου λειπετε, κι ας μην ειστε αυτοι που μου λειπουν, κι ας μην ειμαι αυτος που εζησε τις μερες, στις οποιες αυτα που μου λειπουν, εζησαν.